- γρώνῃ
- γρώναsowfem dat sg (attic epic ionic)γρώνηeaten outfem dat sg (attic epic ionic)γρῶνοςeaten outfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γρώνη — γρώνα sow fem nom/voc sg (attic epic ionic) γρώνη eaten out fem nom/voc sg (attic epic ionic) γρῶνος eaten out fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρώνη — η (Α) βλ. γρώνος … Dictionary of Greek
γρώνας — γρώνᾱς , γρώνα sow fem acc pl γρώνᾱς , γρώνα sow fem gen sg (doric aeolic) γρώνᾱς , γρώνη eaten out fem acc pl γρώνᾱς , γρώνη eaten out fem gen sg (doric aeolic) γρώνᾱς , γρῶνος eaten out fem acc pl γρώνᾱς , γρῶνος eaten out fem gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γούρνα — Οικισμός (292 κάτ.) της Λέρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λέρου του νομού Δωδεκανήσου. * * * η (Μ γούρνα) 1. φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα, λάκκος 2. δοχείο για το πότισμα τών ζώων νεοελλ. 1. λεκάνη για πλύσιμο 2. δεξαμενή ελαιοτριβείου, όπου… … Dictionary of Greek
γρώνος — γρῶνος, η, ον (Α) 1. κατατρυπημένος, με πολλές κοιλότητες 2. το θηλ. ως ουσ. γρώνη, η α) κοιλότητα, γούρνα 2. σκαφίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γρώνος (< *γρωσνος) απαντά με πολλές χρήσεις και συνδέεται με το γράω*, από άλλη μεταπτωτική βαθμίδα ρίζας] … Dictionary of Greek
γρώναις — γρώνα sow fem dat pl γρώνη eaten out fem dat pl γρῶνος eaten out fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρώνην — γρώνα sow fem acc sg (attic epic ionic) γρώνη eaten out fem acc sg (attic epic ionic) γρῶνος eaten out fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρώνης — γρώνα sow fem gen sg (attic epic ionic) γρώνη eaten out fem gen sg (attic epic ionic) γρῶνος eaten out fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρώνῃσι — γρώνα sow fem dat pl (epic ionic) γρώνη eaten out fem dat pl (epic ionic) γρῶνος eaten out fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρώνῃσιν — γρώνα sow fem dat pl (epic ionic) γρώνη eaten out fem dat pl (epic ionic) γρῶνος eaten out fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)